- ομόγαμος
- -η, -ο (Α ὁμόγαμος -ον)νεοελλ.βοτ. αυτός που παρουσιάζει ομογαμίααρχ.1. αυτός που νυμφεύθηκε την ίδια γυναίκα την οποία είχε νυμφευθεί άλλος προηγουμένως2. (το αρσ.) καθένας από τους άνδρες τών οποίων οι γυναίκες είναι αδελφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + γάμος (πρβλ. κακό-γαμος, μονό-γαμος). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homogamous].
Dictionary of Greek. 2013.